καθηγητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A guide, Numen. ap. Ath.7.313d. 2 teacher, professor, Phld.Ir. p.43 W., al., D.H. Th.3, Ev.Matt.23.10, Plu.2.70e, Philum.Ven.5.6, OGI408 (Theb. Aegypt., ii A.D.), POxy.930.6 (ii/iii A.D.), etc.:— also καθηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ, Man.2.300, Dor. καθᾱγ-, κελεύθου IG12(1).44 (Rhodes):—fem. καθηγ-ήτειρα Call.Fr.33P., Orph.H.76.6.
German (Pape)
[Seite 1284] ὁ, der Wegweiser, Ath. VII, 313 d; der Leiter, Lehrer, Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
καθηγητής: -οῦ, ὁ, ὁδηγός, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 313D· ὡς καὶ νῦν, καθηγητής, διδάσκαλος, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3, Πλούτ. 2. 70Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 85D, κτλ.· - ὡσαύτως, καθηγητήρ, ῆρος, ὁ, Μανέθων 2. 300· θηλ. καθηγήτειρα Ὀρφ. Ὕμν. 75. 6. 2) ὁ καθηγούμενος μοναστηρίου, ἡγούμενος, Συναξάριον Ἰαν. 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
précepteur, maître.
Étymologie: καθηγέομαι.
English (Strong)
from a compound of κατά and ἡγέομαι; a guide, i.e. (figuratively) a teacher: master.
English (Thayer)
καθηγητου, ὁ (καθηγέομαι to go before, lead);
a. properly, a guide: Numen. quoted in Ath. 7, p. 313d. b. a master, teacher: R G, 10. (Dionysius Halicarnassus jud. de Thucydides 3,4; several times in Plutarch (cf. Wetstein (1752) on Matthew , the passage cited.))