καμψίουρος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A bending the tail, v. σκίουρος.
German (Pape)
[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.