κατάγγελος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ὁ,
A = μυρσίνη ἀγρία, Ps.-Dsc.4.144 (nisi leg. κακ-).
German (Pape)
[Seite 1341] ὁ, Ankündiger, Bote, Sp. Bei Diosc. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
κατάγγελος: ὁ, ἡ, ὁ προκηρύττων, ἀναγγέλλων, Πλούτ. 2. 241Β (ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ κακάγγελος). ΙΙ. ἕτερον ὄνομα τῆς ἀγρίας μυρσίνης, Διοσκ. (ἐν τοῖς νόθοις) 4. 146.