καταπιέζω
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
A compress, Thphr.Ign.23.
German (Pape)
[Seite 1369] herunter-, niederdrücken, zusammendrücken, Sp., wie Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ κάτω, καταθλίβω, Βασίλ. εἰς Γρηγ. Ναζ.- Παθ., Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 7.