κατασκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκεδάννῡμι Medium diacritics: κατασκεδάννυμι Low diacritics: κατασκεδάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: kataskedánnymi Transliteration B: kataskedannymi Transliteration C: kataskedannymi Beta Code: kataskeda/nnumi

English (LSJ)

and κατασκεδαννύω (D.54.4 codd.), Att. fut.

   A -σκεδῶ Antiph.25:—scatter, pour upon or over, κατάχυσμα . . κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar.Av. 536, cf.PMagd.33.4 (iii B.C.); τὰς ἀμίδας D. l.c.: usu. c. acc. et gen., τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Antiph.l.c., etc.; ὥσπερ ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας -σκεδάσας D.18.50; κ. ὕβριν τινός pour abuse upon one, Plu.2.10c; λῆρον κ. τινός Luc.Salt.6; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν κ. τινός Id.Eun.2, etc.    2 κ. φήμην spread a report against one, Pl.Ap.18c:—Pass., ἡ φήμη κατεσκέδασται τοῦ Μίνω Id.Min.320d; ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται (prob. l. for -σκεύασται) Lys.10.23; τοῦ πόνου πλείονος -ασμένου τῆς σαρκός Hp.Medic.7.    3 Med., pour, sprinkle about, X.An.7.3.32 (Suid., Phot.: συγκατ-) codd.).    4 overthrow, destroy, IG12(9).1179.9 (Euboea).

German (Pape)

[Seite 1378] (s. σκεδάννυμι), darauf, darüber ausstreuen, ausgießen, ausschütten; κατεσκέδασαν θερμὸν τοῦτο καθ' ὑμῶν Ar. Av. 535; κατασκεδῶ τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν Alexis bei Ath. III, 123 c; τὰς ἀμίδας κατεσκεδάννυον Dem. 54, 4; Sp., τοσαύτην τινά μου λόγων ἀμβροσίαν κατεσκέδασεν Luc. Nigr. 3, vgl. Lexiph. 16; – φήμην κατασκεδάσαι, das Gerücht ausbreiten, Plat. Apol. 18 c; κατεσκέδασται ὁ λόγος ἐν τῇ πόλει Lys. 10, 23; ἀδοξίαν αὐτοῦ κατεσκέδασαν Plut. Thes. 16; ὕβριν τινός, Schmähungen über Einen ausschütten, de educ. lib. 14. – Med., τῶν μετ' αὐτοῦ τὸ κέρας, seinen Bei Sp. auch = widerlegen, zunicht machen, ein Gerücht od. eine Anklage.

French (Bailly abrégé)

f. κατασκεδάσω, att. κατασκεδῶ;
1 répandre sur : τί τινος qch sur qqn ; fig. φήμην τινός PLAT, ὕβριν τινός PLUT répandre un bruit (ou un outrage) sur le compte de qqn;
2 répandre en gén. : κατεσκέδασται λόγος ἐν τῇ πόλει LYS un bruit s’est répandu dans la ville;
Moy. κατασκεδάννυμαι répandre qch à soi : κέρας XÉN répandre sa coupe sur.
Étymologie: κατά, σκεδάννυμι.