καταχωνεύω

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχωνεύω Medium diacritics: καταχωνεύω Low diacritics: καταχωνεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: katachōneúō Transliteration B: katachōneuō Transliteration C: katachoneyo Beta Code: kataxwneu/w

English (LSJ)

   A melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον poured molten gold down his throat, App.Mith.21.

Greek (Liddell-Scott)

καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4˙ τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.˙ τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.

French (Bailly abrégé)

jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.