κελαδῆτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.
German (Pape)
[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.
Greek (Liddell-Scott)
κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.