κεντρίσκος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A fish, Thphr.Fr.171.9; Schneid. κεστρινίσκος.
German (Pape)
[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9˙ Schneid. κεστρινίσκος.