κεντρίσκος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ὁ, a kind of fish, Thphr. Fragmenta 171.9; Schneid. κεστρινίσκος.
German (Pape)
[Seite 1418] ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρίσκος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9· Schneid. κεστρινίσκος.
Greek Monolingual
ο (Α κεντρίσκος)
γένος γαστεροστεΐμορφων οστεϊχθύων της οικογένειας τών κεντρικιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. -ίσκος (πρβλ. ουρανίσκος, παιδίσκος). Ως επιστημονικός όρος, η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. centriscus].