κίθαρος
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
ὁ,
A = θώραξ 11, chest, Hp.Loc.Hom.3, etc. II kind of flatfish, sacred to Apollo, Epich.65, Pherecr.39, Call.Com.3, Arist.HA508b17, Fr.319, Opp.H.1.98. (Derived from Κιθαιρών by Duris 80 J.)
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, 1) ein Fisch aus dem Geschlechte der Schollen, dem Apollo heilig, Arist. H. A. 2, 17; ein Nilfisch, Strab. XVII, 823 Ath. VII, 306; vgl. κιθαρῳδός. – 2) die Brust, der Brustkasten, = θώραξ, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κίθᾰρος: ὁ, = θώραξ ΙΙ, τὸ στῆθος, Ἱππ. 409. 44., 412. 15, κτλ.· πρβλ. χέλυς. ΙΙ. ἰχθύς τις ἐκ τῶν ῥομβοειδῶν, ἱερὸς τοῦ Ἀπόλλωνος (ὁ δὲ ῥόμβος νῦν ὀνομάζεται συάκι), ἴδε Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκρ. σ. 90 καὶ 91, Ἐπίχ. 38 Ahr., Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 26· πρβλ. κιθαρῳδός ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
poisson plat peu estimé.
Étymologie: κιθάρα.