κιρσουλκός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A instrument for this purpose, ib.45.18.5, Gal.14.790.
German (Pape)
[Seite 1442] ο, ein chirurgisches Instrument, zur Beseitigung des κιρσός, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσουλκός: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.