κιρσουλκός

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιρσουλκός Medium diacritics: κιρσουλκός Low diacritics: κιρσουλκός Capitals: ΚΙΡΣΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: kirsoulkós Transliteration B: kirsoulkos Transliteration C: kirsoulkos Beta Code: kirsoulko/s

English (LSJ)

ὁ, instrument for operating on varicose veins, ib.45.18.5, Gal.14.790.

German (Pape)

[Seite 1442] ο, ein chirurgisches Instrument, zur Beseitigung des κιρσός, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσουλκός: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς θεραπείαν τοῦ κιρσοῦ, Γαλην. 2. 397.

Greek Monolingual

κιρσουλκός, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + -ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρουλκός, εμβρυουλκός].