κοιλιολυσία
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἡ, (λύω)
A looseness of the bowels, περὶ κοιλιολυσίαν γίνεσθαι to take laxative medicine, Cic.Att.10.13.1, cf. Sor.1.46, AB323.
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, Leibesöffnung, Durchfall, Cic. ad Att. 10, 13; B. A. 323.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιολῠσία: ἡ, (λύω) λύσις τῆς κοιλίας, διάρροια, «ὑπότριμμα... ᾧ πρὸς κοιλιολυσίαν ἐχρῶντο» Α. Β. 323, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 13.