κοτινηφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2. II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.