κοτινηφόρος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτῐνηφόρος Medium diacritics: κοτινηφόρος Low diacritics: κοτινηφόρος Capitals: ΚΟΤΙΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kotinēphóros Transliteration B: kotinēphoros Transliteration C: kotiniforos Beta Code: kotinhfo/ros

English (LSJ)

κοτινηφόρον,
A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2.
II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.

Greek Monolingual

κοτινηφόρος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές
2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + -φόρος (< φόρος < φέρω). Το -η- είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί του αναμενόμενου -ο- πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θανατ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος)].

Greek Monotonic

κοτῐνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που παράγει άγρια ελαιόδενδρα, σε Μόσχ.

Middle Liddell

κοτῐνη-φόρος, ον φέρω
producing wild olive-trees, Mosch. [from κότῐνος]

German (Pape)

wilde Ölbäume tragend, hervorbringend, Mosch. 8.2.