κυκλισμός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ὁ,
A circular motion, circularity, Simp. in Ph.1280.33, Olymp.in Phd.pp.141,145 N., Hsch. s.v. ἀλάθεας ὥρας.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλισμός: -οῦ, ὁ, κυκλικὴ κίνησις, Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 145. 15., 117. 29 Finckh., Ἡσύχ.