κωραλίσκος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ὁ, Dim. of κὼρος ( κοῦρος A), Hdn.Gr.2.926, Phot.; title of play by Epilycus.
German (Pape)
[Seite 1547] ὁ, nach Hdn. π. μον. λ. 20, 30 u. Phot. bei den Kretern = μειράκιον.
Greek (Liddell-Scott)
κωραλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ κῶρος (ὅ ἐστι κοῦρος), Ἡρῳδ. π. μον. λέξ. 20. 30, Φώτ.· ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἐπιλύκου· πρβλ. ποσθαλίσκος.