μολύβδεος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, contr. μολυβδ-οῦς, ῆ, οῦν,
A leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Thphr.Od.41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.
German (Pape)
[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.