μαλακίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλακίζομαι Low diacritics: μαλακίζομαι Capitals: ΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malakízomai Transliteration B: malakizomai Transliteration C: malakizomai Beta Code: malaki/zomai

English (LSJ)

fut.

   A μαλακισθήσομαι D.C.38.18: aor. ἐμαλακίσθην Th.2.42, al., Pl.Sph.267a, D.24.175: less freq. in med. form ἐμαλακισάμην, X.Ap.33, Cyr.4.2.21:—to be softened or made effeminate, show weakness or cowardice, οὔτε πλούτου τις . . ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Th.l.c.; of soldiers, μὴ ὄντος χωρίου . . ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε Id.7.77; κἂν αὐτὸς μαλακίζηται X. Cyr.2.3.3; μ. πρὸς τὸν θάνατον meet death like a weakling, Id.Ap. l.c.    2 to be softened, appeased, Th.6.29; πρὸς τὸ παρόν Id.3.40.    3 to be weakly, Arist.HA605a25, Thphr.Char.1.4, PSI4.420.16 (iii B. C.), SIG2850.24 (Delph., ii B. C.): acc. to Phot. applied to men in Att., opp. ἀσθενεῖν, of women, but this is not so; cf. Alciphr. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκίζομαι: μέλλ. μαλακισθήσομαι, Δίων Κ. 38. 18· ἀόρ. ἐμαλακίσθην, συχνάκις παρὰ Θουκ., Πλάτ. Σοφ. 267Α, Δημ· σπανιώτερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἐμαλακισάμην, Ξεν. Ἀπολ. 33, Κύρ. 4. 2, 21. Χαυνοῦμαι, ἐκθηλύνομαι, δεικνύω ἀδυναμίαν ἢ δειλίαν, οὔτε πλούτου τις... ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη, οὔτε πενίας ἐλπίδι Θουκ. 2. 42· ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ ὄντος χωρίου ἐγγύς, ὅποι ἂν μαλακισθέντες σωθείητε ὁ αὐτ. 7. 77· κἂν αὐτὸς μαλακίζηται Ξεν. Κύρ. 2. 3, 3· μαρτ. πρὸς τὸν θάνατον, δεικνύω δειλίαν πρὸς τὸν θάνατον, τὸν φοβοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 33· - περὶ τοῦ Δημ. 120. 7, ἴδε ἐν λέξ. μαλκίω. 2) γίνομαι μαλακώτερος, ἠπιώτερος, πραΰνομαι, Θουκ. 6. 29· πρὸς τὸ παρὸν ὁ αὐτ. 3. 40· πρβλ. Valck. ἐν Ἱππ. 303. 3) εἶμαι ἀσθενής, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 26, 1, Θεοφρ. Χαρακτ. 1, κτλ.· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας οἱ Γραμματικοὶ περιορίζουσι τὸ μὲν μαλακίζεσθαι εἰς τὰς γυναῖκας, τὸ δὲ ἀσθενεῖν εἰς τοὺς ἄνδρας· ἀλλ’ ὁ κανὼν πολὺ ἀπέχει τοῦ ἀπαραβάτου, Λοβεκ. Φρύν. 389. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαλακίζεσθαι· ἀσθενῶς διακεῖσθαι, νοσηλεύεσθαι». 4) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας: α) εἶμαι μαλακὸς = κίναιδος, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 1108C. β) ὡς καὶ νῦν, κάμνω μαλακίαν, αὐνανίζομαι, Ἰωάνν. ὁ Νηστευτὴς 1904C. ΙΙ. Ἐνεργ. μαλακίζω, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς Γρηγ. Ναζ.