λευχηπατίας
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = λευκηπατίας, Suid.
German (Pape)
[Seite 36] = λευκηπατίας, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λευχηπᾰτίας: -ου, ὁ, = λευκηπατίας, Σουΐδ.