μαχαιρουργός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.
Full diacritics: μᾰχαιρουργός | Medium diacritics: μαχαιρουργός | Low diacritics: μαχαιρουργός | Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: machairourgós | Transliteration B: machairourgos | Transliteration C: machairourgos | Beta Code: maxairourgo/s |
όν,
A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.
μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.