μεσοπύργιον
English (LSJ)
τό,
A wall between two towers, curtain, Ph.Bel.83.12 (pl.), Plb.9.41.1, D.S.17.24.
German (Pape)
[Seite 139] τό, Raum zwischen zwei Thürmen, Pol. 9, 81 D. Sic. 17, 24, vgl. μεταπύργιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοπύργιον: τό, τὸ τεῖχος τὸ μεταξὺ δύο πύργων, Πολύβ. 9. 41, 1, Διόδ. 17. 24.