μεταχείριος
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
English (LSJ)
ον, pl. -ιοι,
A in the hand, Lat. in manu, i. e. slaves, CIG3344 (Smyrna) = Epigr.Gr.313, where Kaibel emends to μετὰ χείρεσι.
German (Pape)
[Seite 157] zwischen, unter den Händen befindlich, Nonn. par. 13, 40.
Greek (Liddell-Scott)
μεταχείριος: -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. ἔκδοτος Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, ὑποχείριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ ὑπεράνω τῶν χειρῶν, χέων μ. ὕδωρ Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.