μετεξέτεροι

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

αι, α, Ion. Pron.,

   A = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην shd. be written divisim in Nic.Th.588.)

German (Pape)

[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.

Greek (Liddell-Scott)

μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.

French (Bailly abrégé)

mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d’autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.