μοιράδιος

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A = μοιρίδιος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 198] v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μοιρίδιος.
Étymologie: μοῖρα.