μοιρίδιος
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pi. (v. infr.): (μοῖρα):—
A destined, doomed, μοιρίδιον ἆμαρ, etc., the day of doom, Pi.P.4.255; σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ Id.O.9.26; μοιρίδιον ἦν Id.P.1.55: twice in S. (lyr.), μοιριδία τίσις OC228 (μοιραδία cod. Laur.); ἁ μοιριδία τις δύνασις δεινά Ant.951; μοιρίδιος θάνατος Epigr. ap. Plu.2.109d; μοιρίδιον χρέος εἶναι λέγεται τὸ ζῆν Plu.2.106f; ἐν ταὐτῷ φέγγει μ. E.Epigr.2. 4 (-αδίῳ codd.); μ. μελέτη AP11.25 (Apollonid.); μ. κλωστῆρες IG3.1339. Adv. μοιριδίως, ἔπεσεν ἐπὶ τὴν… εἱμαρμένην ib.12(7).53.11 (Amorgos). (Poet. and late Prose, τὰ μοιρίδια Nic.Dam.57 J.)
II determining one's destiny, ἀστέρες Orph.H.7.6.
German (Pape)
[Seite 198] auch 2 End., durch das Schicksal verhängt, verhängnißvoll; ἆμαρ, Pind. P. 4, 255, öfter; auch μοιρίδιον ἦν, P. 1, 55; μοιριδία τίσις ἔρχεται, Soph. O. C. 228; δύνασις, die Schicksalsgewalt, Ant. 941; ἐν ταὐτῷ φέγγει μοιριδίῳ φθιμένους, Eur. frg.; Sp., wie Plut.; μελέτη, Apollnds. 1 (IX, 25).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
marqué par le destin, fatal.
Étymologie: μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
μοιρίδιος: 3, редко 2 (ῐδ) предопределенный судьбой, роковой (ἆμαρ Pind.; τίσις Soph.; θάνατος Plut.): μοιριδία δύνασις Soph. могущество судьбы.
Greek (Liddell-Scott)
μοιρίδιος: α, ον· ὡσαύτως ος, ον, (μοῖρα)· - ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου μόρσιμος, ὡρισμένος ὑπὸ τῆς μοίρας, προωρισμένος, πεπρωμένος, Λατ. fatalis, μ. ἆμαρ κτλ., ἡ μεμοιραμένη ἡμέρα Πινδ. Π. 4. 454· σύν τινι μ. παλάμᾳ Ο. 9. 38· μοιρίδιον ἦν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 108· ἐκ τῶν Τραγ. ὁ Σοφ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς λέξ. δὶς (ἐν λυρικοῖς χωρίοις), μοιρίδια τίσις Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἔνθα τὸ Λαυρ. Ἀντίγραφ. μοιραδία)· ἁ μοιριδία τις δύνασις δεινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 951· οὕτω, μ. θάνατος Ἐπιγρ. παρὰ Πλουτ. 2. 109D· ἐν ταὐτῷ φέγγει μ. Ἐπίγρ. παρ’ Ἀθην. 61Β· μ. μελέτη Ἀνθ. Π. 11. 25. ΙΙ. ὁ ὁρίζων τὴν μοῖράν τινος, ἄστρα Ὀρφ. Ὕμν. 6. 6.
English (Slater)
μοιρῐδιος fated (cf. Thummer, 101̆{1}) ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν pr. (P. 1.55) εἰ σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον given by destiny (O. 9.25) καὶ ἐν ἀλλοδαπαῖς σπέρμ' ἀρούραις τουτάκις ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (μοιρίδιον with σπέρμ Schr., with ἆμαρ Σ.) (P. 4.255) “λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι” contra Σ, εὐτυχῆ) (I. 6.46)
Greek Monolingual
μοιρίδιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) μοίρα
1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.)
2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια
τα πεπρωμένα.
επίρρ...
μοιριδίως (Α)
με τρόπο καθορισμένο από τη μοίρα, μοιραία, αναπότρεπτα.
Greek Monotonic
μοιρίδιος: -α, -ον και -ος, -ον (μοῖρα), ο προορισμένος από τη Μοίρα, πεπρωμένος, προκαθορισμένος, Λατ. fatalis, μοιρίδιον ἆμαρ, κ.λπ., η προκαθορισμένη μέρα του θανάτου, σε Πίνδ.· μοιριδία τίσις, σε Σοφ.· ἁ μοιριδία δύνασις, η δύναμη του πεπρωμένου, στον ίδ.
Middle Liddell
μοιρίδιος, η, ον μοῖρα
allotted by destiny, destined, doomed, Lat. fatalis, μ. ἆμαρ etc., the day of doom, Pind.; μοιριδία τίσις Soph.; ἁ μοιριδία δύνασις the power of fate, Soph.