μυριοστύς
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A body of ten thousand, X.Cyr.6.3.20.
German (Pape)
[Seite 220] ύος, ἡ, eine Zahl, Menge von zehntausend, Xen. Cyr. 6, 3, 20 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοστύς: -ύος, ἡ, μυριάς, σῶμα στρατιωτικὸν ἐκ δεκακισχιλίων ἀνδρῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 20.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
ensemble de dix mille.
Étymologie: μυρίος.