μυρρίτης
From LSJ
Full diacritics: μυρρίτης | Medium diacritics: μυρρίτης | Low diacritics: μυρρίτης | Capitals: ΜΥΡΡΙΤΗΣ |
Transliteration A: myrrítēs | Transliteration B: myrritēs | Transliteration C: myrritis | Beta Code: murri/ths |
[ῑ], ου, ὁ, (μύρρα)
A stone of the colour of myrtle-juice, Plin. HN37.174.
μυρρίτης: -ου, ὁ, (μύρρα) ὅμοιος πρὸς χυμὸν μύρτου, Πλίν. 37. 63.
ου (ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse couleur de myrte.
Étymologie: μύρρα.