νεκυαγωγός
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
όν,
A = νεκραγωγός, of Hermes, Tab.Defix.Aud. 242.10 (Carthage, iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυαγωγός: ψυχοπομπός, Ἐπιγρ. Καρχ. ἐν Mus. Rhen. 1900, σ. 248 (πρβλ. 249).