νυχθημερινός
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ή, όν, = sq.,
A διάστημα Cleom.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νυχθημερινός: -ή, -όν, = νυχθήμερος, Κλεομήδ. σ. 39.