οἰόφρων
From LSJ
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)
A lonely, οἰ. πέτρα A.Supp.795 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 311] ονος, eigensinnig; bei Aesch. Suppl. 776, οἰόφρων κρεμὰς γυπίας πέτρα, müßte es allein einsam bedeuten, aber die Lesart ist sehr zw., vgl. οἰοπροκρεμάς.
Greek (Liddell-Scott)
οἰόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) = μονόφρων· καθόλου, μονήρης, ἐρημικός, μόνος, οἰ. πέτρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
French (Bailly abrégé)
ως, ον ; gén. ονος;
aux sentiments solitaires, solitaire, sauvage.
Étymologie: οἶος, φρήν.