ὁλοστρόγγυλος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A entirely round, Sch.Opp.H.2.370.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοστρόγγυλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλως στρογγύλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 370.