ὁμόχωρος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ον,
A neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1 ; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.
German (Pape)
[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.