πλησιόχωρος
English (LSJ)
πλησιόχωρον, adjacent, neighbouring, bordering upon, τισι Hdt.3.97: more freq. abs., οἱ πλησιόχωροι ib.89, 4.13, al., Pl.Lg.737c; οἱ πλησιόχωροι βάρβαροι Th.2.68: sg., τὸν σαυτοῦ π. Ar.V.393.
German (Pape)
[Seite 635] der Gegend nahe, angränzend, αἱ πλησιόχωροι πόλεις, Thuc. 4, 79; bei Her. stets von Personen, wie πλησίος, der Nachbar, 3, 89. 4, 30. 33. 102. 6, 108; auch τινί, 3, 97; τὸν σεαυτοῦ πλ., Ar. Vesp. 393; Plat. Legg. V, 737 c; bei Xen. Cyr. 4, 5, 35 v.l. für πρόσχωρος; ἡ πλ., sc. χώρα, Pol. b. Strab. 3, 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé dans le voisinage, voisin de, gén. ou dat..
Étymologie: πλησίος, χώρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησιόχωρος -ον [πλησίος, χώρα] naburig, in de buurt wonend (van); met dat. of gen.; subst. οἱ πλησιόχωροι buurvolken, buren.
Russian (Dvoretsky)
I расположенный поблизости, соседний, смежный (πόλεις Thuc.).
II ὁ сосед (τινος Arph. и τινι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
πλησιόχωρος: -ον, ὁ πλησίον χώρας τινός, ὁ συνορεύων μέ τινα, τινι Ἡρόδ. 3. 97· ἀλλὰ συνήθως κεῖται παρ’ αὐτῷ ἀπολ., οἱ πλ., ἄνθρωποι ζῶντες ἐν τῇ πλησίον χώρᾳ, γείτονες συνορεύοντες, Λατ. finitimi, ὡς 3. 89., 4. 13, 30, 33, 102, κ. ἀλλ.· οὕτω Θουκ. 2. 68, Πλάτ. Νόμ. 737C· τὸν σαυτοῦ πλησιόχωρον Ἀριστοφ. Σφ. 393.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί-χωρος, στενό-χωρος)].
Greek Monotonic
πλησιόχωρος: -ον, αυτός που βρίσκεται πλησίον της χώρας, αυτός που συνορεύει, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., οἱ πλησιόχωροι, οι άνθρωποι που ζουν στην γειτονική χώρα, οι όμοροι γείτονες, Λατ. finitimi, στον ίδ., Θουκ.
Middle Liddell
πλησιό-χωρος, ον,
near a country, bordering upon, τινι Hdt.; absol., οἱ πλ. persons who live in the next country, next neighbours, Lat. finitimi, Hdt., Thuc.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik