ὀριγανίτης
From LSJ
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
[νῑ] οἶνος, ὁ, wine
A flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.
German (Pape)
[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.