ὁρμαθίζω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
A string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.
German (Pape)
[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.