ὀροβάγχη
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
or ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in Gp.2.42.1), ἡ,
A dodder, Cuscuta europaea, Thphr.HP8.8.4, Gp.2.43. II chokefitch, Orobanche crenata, Dsc.2.142, Gp.2.42.
German (Pape)
[Seite 385] ἡ, ein Unkraut, das die Kichererbsen, ὄροβος, erstickt, ἄγχω, wird auch ὀροβάκχη geschrieben, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροβάγχη: ἢ ὀροβάκχη (ὡς γράφει αὐτὸ ὁ Ἡσύχ.), ἡ, παράσιτόν τι φυτόν, ὅπερ φαίνεται ἐκ τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 4, ὅτι εἶναι τὸ φυτὸν cuscula ἀλλὰ ἐκ τοῦ Διοσκ. 2. 172, φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ πνῖγον τὸν ὄροβον, orobanche, ὅπερ νῦν κατὰ τὸν Sibthorp ὀνομάζεται λύκος. - Ἀλλὰ ὀρόβακχος, ὁ, ἐν Νικ. Θηρ. 869, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ καρπὸς τοῦ παλιούρου, ἴδε Schneid. ἐν τόπῳ.