ὀφθαλμοειδής
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ές,
A like eyes, ἄνθη Dsc.3.139. Adv. -δῶς Ps.-Dsc.4.58. 2 visible, ἔργον Aristox. Harm.p.40M.
German (Pape)
[Seite 425] ές, augenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) φανερός, κατάδηλος, καταφανής, Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.