παλαιοπράγμων
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
A gloss on παλαιοθέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.