παραλληλόγραμμος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλληλόγραμμος Medium diacritics: παραλληλόγραμμος Low diacritics: παραλληλόγραμμος Capitals: ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: parallēlógrammos Transliteration B: parallēlogrammos Transliteration C: parallilogrammos Beta Code: parallhlo/grammos

English (LSJ)

ον,

   A bounded by parallel lines, σχῆμα Str.4.1.3 : neut. as Subst., τὸ π. parallelogram, Euc.2 Def., Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.Tact.11.7. Adv. -γράμμως Iamb. in Nic.p.27 P.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλόγραμμος: -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en forme de parallélogramme ; τὸ παραλληλόγραμμον PLUT le parallélogramme.
Étymologie: παράλληλος, γραμμή.