πειστήριος
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
α, ον,
A persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.
German (Pape)
[Seite 547] zum Ueberreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.
Greek (Liddell-Scott)
πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
propre à persuader, persuasif.
Étymologie: πείθω.