πεντάλιτρος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον,
A weighing five λῖτραι or pounds, Id.4.173.
German (Pape)
[Seite 556] fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάλιτρος: -ον, ὁ ἔχων βάρος πέντε λιτρῶν, Πολυδ. Δ΄, 173.