πελαργικός

From LSJ
Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργικός Medium diacritics: πελαργικός Low diacritics: πελαργικός Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: pelargikós Transliteration B: pelargikos Transliteration C: pelargikos Beta Code: pelargiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the stork, Hsch., Suid.    II = Πελασγικός : τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832 ; τὸ Π. τεῖχος Arist.Ath.19. 5 ; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγ-, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.) ; also Τυρσηνῶν τείχισμα Π. Call. Fr.283.

German (Pape)

[Seite 549] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ πελαργοῦ, ἀνήκων εἰς πελαργόν, «πελαργικοὶ νόμοι· τὸ ἀνατρέφειν τοὺς γονεῖς» Ἡσύχ., Σουΐδ. πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1353. ΙΙ. = Πελασγικός· τὸ Πελαργικόν, ἡ βορεία κλιτὺς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 832, Καλλ. Ἀποσπ. 283· τὸ Π. τεῖχος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1153· φέρεται δὲ τὸ Πελασγικὸν ἐν Ἡροδ. 5. 64, Θουκ. 2. 17· «Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικὸν» Ἡσύχ.