πελαργικός
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ή, όν,
A of the stork, Hsch., Suid. II = Πελασγικός : τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832 ; τὸ Π. τεῖχος Arist.Ath.19. 5 ; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγ-, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.) ; also Τυρσηνῶν τείχισμα Π. Call. Fr.283.
German (Pape)
[Seite 549] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ πελαργοῦ, ἀνήκων εἰς πελαργόν, «πελαργικοὶ νόμοι· τὸ ἀνατρέφειν τοὺς γονεῖς» Ἡσύχ., Σουΐδ. πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1353. ΙΙ. = Πελασγικός· τὸ Πελαργικόν, ἡ βορεία κλιτὺς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 832, Καλλ. Ἀποσπ. 283· τὸ Π. τεῖχος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1153· φέρεται δὲ τὸ Πελασγικὸν ἐν Ἡροδ. 5. 64, Θουκ. 2. 17· «Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικὸν» Ἡσύχ.