πεντάτευχος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ὁ,
A the Pentateuch, Isid.Etym.6.2.1,2, Gloss.
German (Pape)
[Seite 557] aus fünf Büchern in einem Bande bestehend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάτευχος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ πέντε τευχῶν ἤτοι πέντε βιβλίων· ὡς οὐσιαστ., ἡ πεντάτευχος (ἐξυπ. βίβλος), τὰ πέντε βιβλία τοῦ Μωϋσέως, Πτολεμ. Γνωστ. 1284Β, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 933Β (Ι, 632C). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 372.