περιπλοκάδην
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A = περιπλέγδην, AP5.251 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 588] adv., = περιπλέγδην, Paul. Sil. 6 (V, 252).
Greek (Liddell-Scott)
περιπλοκάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. = περιπλέγδην, Ἀνθ. Π. 5. 252.