κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: περισσόσαρκος | Medium diacritics: περισσόσαρκος | Low diacritics: περισσόσαρκος | Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣΑΡΚΟΣ |
Transliteration A: perissósarkos | Transliteration B: perissosarkos | Transliteration C: perissosarkos | Beta Code: perisso/sarkos |
ον,
A over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).