πλαγιοχαίτης
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with hair across, Hsch. s.v. δοχμόκορσοι.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, mit schiefem Haare, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιοχαίτης: -ου, ὁ, ὁ πλαγίαν ἔχων τὴν χαίτην, Ἡσύχ. ἐν λ. δοχμόκορσοι.