πολυκάλαμος
From LSJ
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A of or with many stalks, βρόμος Thphr.HP8.9.2, cf. CP4.11.3; σῦριγξ D.S.3.58.
German (Pape)
[Seite 663] vielhalmig, σῦριγξ, D. Sic. 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκάλᾰμος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν καλάμων συνιστάμενος, ἔχων πολλοὺς καλάμους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 2, κτλ.· σῦριγξ Διόδ. 3. 58.