πορνοτρόφος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A = πορνοβοσκός, Ph.1.550.
German (Pape)
[Seite 684] Huren ernährend, haltend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοτρόφος: -ον, ὁ, = πορνοβοσκός, Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.
Full diacritics: πορνοτρόφος | Medium diacritics: πορνοτρόφος | Low diacritics: πορνοτρόφος | Capitals: ΠΟΡΝΟΤΡΟΦΟΣ |
Transliteration A: pornotróphos | Transliteration B: pornotrophos | Transliteration C: pornotrofos | Beta Code: pornotro/fos |
ὁ,
A = πορνοβοσκός, Ph.1.550.
[Seite 684] Huren ernährend, haltend, Sp.
πορνοτρόφος: -ον, ὁ, = πορνοβοσκός, Φίλων Ι, 550, 19, Εὐσέβ. ΙΙ, 1480Α, Παλλάδ. ἐν βίῳ Ἰω. Χρυσ. 18D.