χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: ποστημόριον | Medium diacritics: ποστημόριον | Low diacritics: ποστημόριον | Capitals: ΠΟΣΤΗΜΟΡΙΟΝ |
Transliteration A: postēmórion | Transliteration B: postēmorion | Transliteration C: postimorion | Beta Code: posthmo/rion |
and ποστήμορον, τό,
A fraction, Gloss.
ποστημόριον: τὸ, τί μέρος ἢ κλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.